εύστροφος

εύστροφος
-η, -ο (ΑΜ εὔστροφος, -ον
Α και ἐΰστροφος, -ον)
1. αυτός που στρέφεται ή κάμπτεται εύκολα, ο ευκίνητος, ο ταχύς («ναυσὶν εὐστρόφοις καὶ ταχείαις», Πλούτ.)
2. οξύνους, έξυπνος (α. «λόγος πρὸς τὰς ἀπαντήσεις εὔστροφος», Πλούτ.
β. «εύστροφο πνεύμα»)
μσν.
1. επιτήδειος, ικανός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔστροφον
η ευκινησία, η ταχύτητα
αρχ.
1. ο στριμμένος καλά, ο στερεός («ἐϋστρόφῳ οἰὸς ἀώτῳ» — με καλοστριμμένο μαλλί, Ομ. Ιλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. η ετοιμότητα πνεύματος («τὸ εὔστροφον τοῡ φθέγματος», Φιλόστρ.).
επίρρ...
ευστρόφως και -α (ΑΜ εὐστρόφως)
1. με εύστροφο τρόπο, με ευκινησία
2. με έξυπνο τρόπο, με ετοιμότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -στροφος (< στρόφος < στρέφω), πρβλ. αγχί-στροφος, αντί-στροφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εὔστροφος — well twisted masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐύστροφος — εὔστροφος well twisted masc/fem nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύστροφος — η, ο επίρρ. α 1. ευκίνητος, γρήγορος, ευλύγιστος, σβέλτος. 2. μτφ., έξυπνος, γρήγορος στη σκέψη και στην αντίληψη: Εύστροφο μυαλό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐστροφώτερον — εὔστροφος well twisted masc acc comp sg εὔστροφος well twisted neut nom/voc/acc comp sg εὔστροφος well twisted adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐστροφώτατον — εὔστροφος well twisted masc acc superl sg εὔστροφος well twisted neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐστρόφως — εὔστροφος well twisted adverbial εὔστροφος well twisted masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔστροφον — εὔστροφος well twisted masc/fem acc sg εὔστροφος well twisted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐύστροφον — εὔστροφος well twisted masc/fem acc sg (epic) εὔστροφος well twisted neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐστροφωτάταισι — εὔστροφος well twisted fem dat superl pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐστροφώτεροι — εὔστροφος well twisted masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”